- ἐκθώπτω
- ἐκθώπτω, [tense] aor. -έθωψα,A gain by flattery, wheedle over, S.Fr.857.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εκθώπτω — ἐκθώπτω (Α) κερδίζω την εύνοια ή συμπάθεια κάποιου με κολακείες … Dictionary of Greek